- θητικός
- θητικός, -ή, -όν (Α) [θης]1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόνα) οι θήτες*, η τάξη τών θητώνβ) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτεςγ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων3. όμοιος με θήτα, δουλικός.
Dictionary of Greek. 2013.